- υδροκινητήρας
- ο, Νκινητήρια μηχανή η οποία λειτουργεί με την ενέργεια που παράγεται από τη ροή ή την πτώση τού νερού, υδραυλικός κινητήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + κινητήρας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροκινητήρας — ο κινητήρας που κινείται με την πτώση ή ροή του νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροκίνητρο — το, Ν υδροκινητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κίνητρο] … Dictionary of Greek
υδροκινητήριος — α, ο, Ν [υδροκινητήρας] αυτός που παρέχει υδραυλική κίνηση … Dictionary of Greek
υδροκίνητρο — το υδροκινητήρας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)